- ξεροσταλιάζω
- 1. στέκομαι κάπου όρθιος και ακίνητος επί πολλή ώρα, ακουσίως ή αναγκαστικά («τί με είχες στημένο και ξεροστάλιαζα, αφού δεν είχες σκοπό να έλθεις;»)2. ποθώ πολύ κάτι3. υποφέρω από έλλειψη νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + σταλιάζω «μένω πολλή ώρα ακίνητος»].
Dictionary of Greek. 2013.