ξεροσταλιάζω

ξεροσταλιάζω
1. στέκομαι κάπου όρθιος και ακίνητος επί πολλή ώρα, ακουσίως ή αναγκαστικά («τί με είχες στημένο και ξεροστάλιαζα, αφού δεν είχες σκοπό να έλθεις;»)
2. ποθώ πολύ κάτι
3. υποφέρω από έλλειψη νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + σταλιάζω «μένω πολλή ώρα ακίνητος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεροσταλιάζω — ξεροσταλιάζω, ξεροστάλιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεροσταλιάζω — ξεροστάλιασα 1. για πρόσωπα, περιμένω κάπου ακίνητος πολλή ώρα: Ώρες ξεροσταλιάζει περιμένοντάς τον. 2. ποθώ υπερβολικά: Ξεροσταλιάζει για δαύτην …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεροστάλιασμα — το [ξεροσταλιάζω] το να ξεροσταλιάζει κανείς, πολύωρη ορθοστασία …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”